- κενώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) опорожнять, освобождать (посуду и т. п.); осушать (бокал); 2) очищать, освобождать (место, помещение); 3) сервировать, подавать на стол (кушанье)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κενώνω — (Α κενῶ, όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός] κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω νεοελλ. μσν. μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω μσν. 1. τρέχω, κυλώ 2. εξαντλώ, καταδαπανώ μσν. αρχ. αφήνομαι κενός, μένω άδειος αρχ. 1. εγκαταλείπω κάποιο… … Dictionary of Greek
κενώνω — κένωσα, κενώθηκα, κενωμένος 1. αδειάζω: Κενώνει το διαμέρισμα. 2. το άδειασμα του φαγητού από την κατσαρόλα στα πιάτα, σερβίρισμα: Πάρε την κουτάλα και κένωσε το φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακενώ — κατακενῶ, όω (Α) κενώνω κάτι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
κενεαγγώ — κενεαγγῶ, έω (Α) [κεναγγής] 1. έχω τα αγγεία τού σώματος κενά, είμαι εξαντλημένος, νηστεύω, πεινώ 2. ιατρ. κενώνω τα αγγεία με φλεβοτομία … Dictionary of Greek
κενώ — κενῶ, όω (Α) [κενός] βλ. κενώνω … Dictionary of Greek
λαπάσσω — (AM, Α και λαπάττω) αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ. β. «τὰ παρ οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.) μσν. (μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, η, ον α) κενός β) εξαντλημένος, κουρασμένος αρχ. 1. μαλακώνω, καταπραΰνω 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
προκενεαγγώ — άω, Α κενώνω εκ τών προτέρων τα πεπτικά αγγεία, νηστεύω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κενεαγγῶ «έχω τα αγγεία του σώματος κενά, νηστεύω, πεινώ»] … Dictionary of Greek
προκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. κενώνω, αδειάζω προηγουμένως 2. ιατρ. αποχετεύω … Dictionary of Greek
προσκενώ — όω, Α [κενῶ] κενώνω, αδειάζω επί πλέον … Dictionary of Greek
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek
υπολαπάττω — ΜΑ εκκενώνω, αδειάζω αποκάτω («καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαπάσσω / λαπάττω «κενώνω, αδειάζω»] … Dictionary of Greek